Μ. Αναγνωστάκης

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ

Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

το Χρέος! πάρε Πέος!

καλά έτσι μούρθε εντάξει; μην περιμένεις και πολλά απλά αναρωτιέμαι ώρες-ώρες ποιοί κερατάδες κάνει να λαβαίνουν τόσα λεφτά; πόσο τον έχουν;
αφού όλοι του χρωστούμε, γιατί δεν τονε πετροβολούμε να γλυτώσουμε;
Ελεος πιά θέλω ονόματα: σε ποιους χρωστάω ρε γαμώτο; αφήστε με να το(ν) τακτοποιήσω μοναχός το Χρέος μου να κάνω
ε ρε πούστη πότε θα σε τσακώσω... (με άμμο δίχως σάλιο να στον χώσω!)