Μ. Αναγνωστάκης

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ

Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Πως γίνεται να πεθαίνεις δυό φορές...

Κάποτε έλεγες
ρήμαξαν τα χωράφια, το περβόλι...
Τώρα
ρήμαξε το σπίτι Σου
και κανείς δεν έχει το κουράγιο
να το πεί.
Είμαστε άδικοι.
Λόγια του αέρα δηλαδή...
Πρόχθές είδα έναν εφιάλτη
Ξαπλωμένος, σε ένα κατάλευκο
δωμάτιο δίχως έπιπλα,
σένα κατάλευκο κάτι σαν πέτρινο κρεβάτι
έβλεπα απο την πόρτα, που δεν υπήρχε,
λίγο φως σε ένα κατάλευκο διάδρομο,
σα χιόνι οι τοίχοι
που στη δύση του ο ήλιος
προσπαθούσε να ροδίσει από κάποια χαραμάδα,
τρομαγμένος και ολομόναχος
ενοιωσα φόβο...
με κάτι ολόλευκα εσώρουχα που φώτιζαν
απελπισμένος έψαξα
πάνω στα ολόλευκα σκεπάσματα, στο κρεβάτι...
να γινόταν να σε είχα!
Ολα όπως ήταν χθες ...κι ας ήταν μαύρα
να κουλουριαστώ να σωθώ
στην αγγαλιά σου
ξανά να γεννηθώ ...

Δεν σούπρεπε να ρημάξει το σπίτι.