Μ. Αναγνωστάκης

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ

Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

Βαρέθηκε απ όλους και απ όλα


...βρήκε ένα όπλο και την έκανε...
δεν θέλει και πολύ,
άλλωστε λίγα είναι αυτά που σε κρατάνε
και τα οποία καθημερινά λιγοστεύουν...
πέτυχε η κόρη θα έφευγε και εκείνη...

Δεν ξέρω αν αξίζαμε να μας πει, Γεια ή Αντίο...
εμείς όμως εθιμοτυπικά θα πούμε, στο καλό φίλε...
.........
είπες λίγος ο χρόνος πια να διορθώσω...
.........
κι όμως αυτοί, εμείς που υποθέτουμε πως έχουμε,
τζάμπα τον σπαταλάμε...στράφι πάμε...
λάθος πήραμε τη ζωή μας...