Μ. Αναγνωστάκης

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ

Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2016

Καλό ταξίδι αγαπημένε μου ξάδελφε

Γύρισα ξαδελφάκι μου, στη ζεστασιά του σπιτιού μου
μετά τη γιορτή, οι μουσαφίρηδες, ένας ένας  έφυγαν,
σε πήραν, και μείς σε ακολουθήσαμε
ίσαμε τη τελευταία σου κατοικία
ανάμεσα από πολύ στενά δρομάκια
έφτασες  εκεί, που γυρισμό πια δεν έχει.
Αντιο Νικολιό
Αλήθεια τον είδες το γιο σου; το παλικάρι σου το άκουσες;
φτασμένος στο μποϋ σου σ αποχαιρέτησε αντρίκια,
σπάραξαν οι καλεσμένοι σου
Αντίο ξαδελφάκι μου
με τα γλυκόλογα της αδελφής σου
το Χρυσουλιό σου.
Αντίο φίλε μου και
για τη μάνα σου μη στενοχωριέσαι,
την παρηγορούν και τα δυο σου τα παιδιά
μάνα τους την έχουν.
Αντίο μοναδικέ μας φίλε
σιωπηλά, ο Μιχάλης ο Βασίλης ο Γιάννης και ο Γιάννης,
αλήθεια πρώτη φορά τόσο σοβαρός,
και γω, σαποχαιρετούμε.
Δεν ξέρω τι θα απογίνει η παρέα  δίχως
τη μοναδική σου, φυσική παρουσία

καλή αντάμωση Ξάδελφε.
ΥΓ
και μην ξεχάσεις, φιλιά στον Γιώργη