Μ. Αναγνωστάκης

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ

Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Έχω γλιτώσει κατά σύμπτωση...

"Μα τι καιροί λοιπόν ετούτοι"

Μα τι καιροί λοιπόν ετούτοι
που είν΄  έγκλημα σχεδόν
όταν μιλάς για δέντρα,
γιατί έτσι  παρασιωπάς
χιλιάδες κακουργήματα.

Αυτός εκεί που διασχίζει ήρεμα το δρόμο
ξέκοψε πια, ολότελα απ΄τους φίλους του
που βρίσκονται σ΄ανάγκη

Είναι σωστό:
Το ψωμί μου ακόμα το κερδίζω
Όμως,πιστέψτε με.
είναι εντελώς τυχαίο.
Έχω γλιτώσει κατά σύμπτωση
(λίγο η τύχη να μ΄αφήσει χάθηκα)

Μου λένε:
Φάε και πιές
Νά΄σαι ευχαριστημένος που έχεις.


Μα πως να φάω και να πιώ
όταν το φαγητό μου
τ΄αρπάζω από τον πεινασμένο;


Όταν κάποιος διψάει
για το ποτήρι το νερό που έχω;

Κι ωστόσο,τρώω και πίνω.

- Μπέρτολτ Μπρεχτ