Μ. Αναγνωστάκης

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ

Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014

Αυτή η παρτίδα δεν έχει τέλος.

(... Το σκάκι)
Δεν έχει τέλος αυτό, ούτε και αρχή έχει...
αυτό που γράφω, Εσύ θα συνεχίσεις
κι γω συνεχίζω Εσένα.
χειρότερος εχθρός Σου ο χρόνος,
και μένα ο καλύτερός μου φίλος
καλέ μου φίλε πόσο θα με αντέξεις...

Χάρισες νωρίς τη Βασίλισσα σου,
αν κι ήταν η αγαπημένη σου,

απροστάτευτος ο Βασιλιάς σου
που ποτέ δεν χώνεψες,

ο τρελός, τρελός
ξεχωρίζει το χρώμα του!

οι στρατιώτες κοιμούνται, ανείρευτοι από τότε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου