Μ. Αναγνωστάκης

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή

Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του πόθου μου κι εγώ

Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Ζυγαριά ή 'χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία'

Από μικρός προσπαθούσα να 'εξηγώ' τις προκλήσεις, τα γεγονότα τα καθημερινά
θεωρούσα πως σε όλα υπήρχαν όρια και ισορροπίες...
'έβλεπα' το άδικο να τσακώνεται με το δίκαιο γύρω μου
το μαύρο και το άσπρο να εναλλάσσονται
το κόστος του άδικου, μετρήσιμο
του δίκαιου επίσης.
Το πρωινό ξύπνημα από μόνο του
η βροχή που ακούς, τον ήλιο που υποψιάζεσαι
είναι δίκαιο, μην τα σπαταλάς με μίζερες σκέψεις,
είναι άδικο.

τα καλοκαίρια,
σκαρφάλωνα στα κυπαρίσσια, γυμνός από τη μέση και πάνω,
τρελαινόμουν να φτάνω στη κορφή  τους, εκεί που έφτιαχναν τις φωλιές τους τα γεράκια,
διάλεγα τα πιο ψηλά και δύσκολα...
η κόλλα του κυπαρισσιού βγαίνει απ΄το δέρμα μόνο με πετρέλαιο

από στο ίσιωμα της 'Αγίας Βαρβάρας' ξάπλωνα πάνω στη σέλα του ποδηλάτου, τα πόδια ίσα να φτάνουν στην σχάρα και να τρέχω μέχρι στη 'διπλή στροφή' στον Αϊ Γιώργη, δίχως φρένα, με τα χέρια στη πλάτη...
εννοείται πως οι κοντούλες και τα σύκα στη 'Λαγάρα' ήταν το πρόσχημα ... γι αυτό τα ξέφρενο ταξίδι,
και αν είχα την ατυχία να με δεί κάποιος, το πλήρωνα με ιδιαίτερη γκρίνια στην επιστροφή.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου